- δεξιολάβος
- δεξιολάβος, ο (AM)1. λογχοφόρος2. στον πληθ. δεξιολάβοιφρουροί, φύλακες.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -λάβος < (θ.) λαβ- (έλαβον) τού λαμβάνω (πρβλ. ακανθολάβος, αστρολάβος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεξιολάβος — spearman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιολάβοις — δεξιολάβος spearman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιολάβους — δεξιολάβος spearman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
ՏԻԳԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0873 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. δορατοφόρος hastifer δεξιολάβος lancearius ζιβύνην κρατήσων zibinam tenens. Ունօղ՝ կրօղ զտէգ, որպէս եւ զսուին. ինզակաւոր. ... *Վահանաւորք եւ տիգաւորք: Ասպար ʼի ձեռին տիգաւոր հետեւակ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)